εξελλήνιση

εξελλήνιση
η
ο εξελληνισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξελλήνιση — η 1. η μεταβολή κάποιου σε Έλληνα ή σε ελληνικό. 2. το να εμφανίζει ξένη λέξη γραμματικό τύπο και χρήση ελληνικής λέξης. 3. η μετάφραση στα ελληνικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξελληνισμός — ο η εξελλήνιση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”